Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η αϋπνία

  • 1 бессонница

    бессонница ж η αϋπνία страдать \бессонницаей υποφέρω από αϋπνία
    * * *
    ж
    η αϋπνία

    страда́ть бессо́нницей — υποφέρω από αϋπνία

    Русско-греческий словарь > бессонница

  • 2 бессонница

    бессонн||ица
    ж ἡ ἀϋπνία, ἡ ἀκοιμησιά:
    страдать \бессонницаицей ὑποφέρω ἀπό ἀΰπνία.

    Русско-новогреческий словарь > бессонница

  • 3 бессонница

    θ.
    αϋπνία•

    страдать -ей υποφέρω από αϋπνία.

    Большой русско-греческий словарь > бессонница

  • 4 бессонница

    η αϋπνία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бессонница

  • 5 отсыпаться

    отсыпа́ться I
    несов χύνομαι, εἶμαι χυμένος.
    отсыпа́ться II
    несов χορταίνω ὑπνο (ὕστερα ἀπό ἀϋπνία, ξενύχτι κ.λ.π.):
    \отсыпаться после дороги χορταίνω ὕπνο μετά τό ταξίδι.
    отсы́паться III
    сов см. отсыпаться Ι.

    Русско-новогреческий словарь > отсыпаться

  • 6 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 7 бессоница

    [μπισσόνιτσα] ουσ. θ. αϋπνία

    Русско-греческий новый словарь > бессоница

  • 8 бессоница

    [μπισσόνιτσα] ουσ θ αϋπνία

    Русско-эллинский словарь > бессоница

  • 9 набухнуть

    -нет, παρλθ. χρ. набух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. набухший
    ρ.σ. διογκώνομαι, διαστέλλομαι, φουσκώνω (από υγρασία)-πρήζομαι γεμίζω•

    дверь от сырости -хла η πόρτα από την υγρασία φούσκωσε•

    овраги -ли водой οι χαράδρες γέμισαν νερό•

    на деревьях -ли почки τα δέντρα μπουμπούκιασαν•

    -хщие глаза πρησμένα μάτια (από αϋπνία).

    Большой русско-греческий словарь > набухнуть

  • 10 томить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.δ.μ.
    1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•

    томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•

    томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•

    бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.

    2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).
    3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•

    томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.

    1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.
    2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).
    3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > томить

См. также в других словарях:

  • ἀυπνία — ἀϋπνίᾱ , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc/acc dual ἀϋπνίᾱ , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱ , ἀυπνίη Italy fem nom/voc/acc dual ἀυπνίᾱ , ἀυπνίη Italy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυπνίᾳ — ἀϋπνίαι , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀϋπνίᾱͅ , ἀυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱͅ , ἀυπνίη Italy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αϋπνία — Παθολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην έλλειψη ύπνου. Μπορεί να εξαρτάται από μια κατάσταση υπερευερεθιστικότητας του εγκέφαλου ή από έντονα εσωγενή ή εξωγενή ερεθίσματα. * * * και αϋπνιά, η (AM ἀυπνία) [άυπνος] ανικανότητα για επαρκή ύπνο σε… …   Dictionary of Greek

  • αϋπνία — η το να μην κοιμάται ή να μην μπορεί να κοιμηθεί κάποιος: Υποφέρει από αϋπνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀυπνίας — ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία sleeplessness fem acc pl ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη Italy fem acc pl ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη Italy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυπνίαν — ἀϋπνίᾱν , ἀυπνία sleeplessness fem acc sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱν , ἀυπνίη Italy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • ἀυπνίαι — ἀϋπνίαι , ἀυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀϋπνίᾱͅ , ἀυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱͅ , ἀυπνίη Italy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»